άδικα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
άδικα
<
άδικος
Επίρρημα
άδικα
με
άδικο
τρόπο
≠
αντώνυμα
:
δίκαια
χωρίς
λόγο
άδικα
πήγες να τον βρεις, θα τον συναντούσαμε έτσι κι αλλιώς στην αγορά
≈
συνώνυμα
:
ανώφελα
,
άσκοπα
,
μάταια
-
(
οικείο
)
τζάμπα
Μεταφράσεις
άδικα
αγγλικά
:
unfairly
(en)
γαλλικά
:
injustement
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.