τετραχλωροπυρίτιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τετραχλωροπυρίτιο | τα | τετραχλωροπυρίτια |
| γενική | του | τετραχλωροπυριτίου & τετραχλωροπυρίτιου |
των | τετραχλωροπυριτίων |
| αιτιατική | το | τετραχλωροπυρίτιο | τα | τετραχλωροπυρίτια |
| κλητική | τετραχλωροπυρίτιο | τετραχλωροπυρίτια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τετραχλωροπυρίτιο ουδέτερο
- (χημεία): ανόργανη χημική ένωση, τετραχλωροπαράγωγο του πυριτίου, όπου και η ορθότερη ονομασία της είναι τετραχλωριούχο πυρίτιο
Συνώνυμα
- τετραχλωριωμένο πυρίτιο
- τετραχλώριο του πυριτίου
Μεταφράσεις
τετραχλωροπυρίτιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.