τετραφθοροαιθυλένιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετραφθοροαιθυλένιο τα τετραφθοροαιθυλένια
      γενική του τετραφθοροαιθυλενίου
& τετραφθοροαιθυλένιου
των τετραφθοροαιθυλενίων
    αιτιατική το τετραφθοροαιθυλένιο τα τετραφθοροαιθυλένια
     κλητική τετραφθοροαιθυλένιο τετραφθοροαιθυλένια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τετραφθοροαιθυλένιο < τετρα- + φθορο- + αιθυλένιο

Ουσιαστικό

τετραφθοροαιθυλένιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.