τετρακίνηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τετρακίνηση οι τετρακινήσεις
      γενική της τετρακίνησης των τετρακινήσεων
    αιτιατική την τετρακίνηση τις τετρακινήσεις
     κλητική τετρακίνηση τετρακινήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τετρακίνηση < τετρα- + κίνηση

Ουσιαστικό

τετρακίνηση θηλυκό

  1. η τετραπλή κίνηση
  2. (τεχνολογία) η κίνηση και στους τέσσερις τροχούς οχήματος με διπλό διαφορικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.