τελεσίγραφο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τελεσίγραφο | τα | τελεσίγραφα |
| γενική | του | τελεσιγράφου & τελεσίγραφου |
των | τελεσιγράφων |
| αιτιατική | το | τελεσίγραφο | τα | τελεσίγραφα |
| κλητική | τελεσίγραφο | τελεσίγραφα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τελεσίγραφο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τελεσίγραφο ουδέτερο
- έσχατο, οριστικό έγγραφο, διατύπωση όρων τελειωτικών και αμετάβλητων
- είδος διπλωματικού εγγράφου που περιλαμβάνει αξιώσεις και χρονική προθεσμία με βαρύ αντίκτυπο σε περίπτωση μη απάντησης ως και τη διακοπή διπλωματικών σχέσεων ή και τον πόλεμο
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.