τελεσίγραφο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τελεσίγραφο τα τελεσίγραφα
      γενική του τελεσιγράφου
& τελεσίγραφου
των τελεσιγράφων
    αιτιατική το τελεσίγραφο τα τελεσίγραφα
     κλητική τελεσίγραφο τελεσίγραφα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τελεσίγραφο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τελεσίγραφο ουδέτερο

  1. έσχατο, οριστικό έγγραφο, διατύπωση όρων τελειωτικών και αμετάβλητων
  2. είδος διπλωματικού εγγράφου που περιλαμβάνει αξιώσεις και χρονική προθεσμία με βαρύ αντίκτυπο σε περίπτωση μη απάντησης ως και τη διακοπή διπλωματικών σχέσεων ή και τον πόλεμο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.