τελειωμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τελειωμός οι τελειωμοί
      γενική του τελειωμού των τελειωμών
    αιτιατική τον τελειωμό τους τελειωμούς
     κλητική τελειωμέ τελειωμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τελειωμός < τελειώνω + -ωμός

Προφορά

ΔΦΑ : /te.ʎoˈmos/

Ουσιαστικό

τελειωμός αρσενικό

Σύνθετα

  • αποτελειωμός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.