τελάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τελάκι τα τελάκια
      γενική
    αιτιατική το τελάκι τα τελάκια
     κλητική τελάκι τελάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τελάκι < τέλι + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

τελάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του τέλι
  2. καρφάκι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.