ταφτάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταφτάς οι ταφτάδες
      γενική του ταφτά των ταφτάδων
    αιτιατική τον ταφτά τους ταφτάδες
     κλητική ταφτά ταφτάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταφτάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική tafta < περσική تافته (tāfta)

Ουσιαστικό

ταφτάς αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.