ταπετσέρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταπετσέρης οι ταπετσέρηδες
      γενική του ταπετσέρη των ταπετσέρηδων
    αιτιατική τον ταπετσέρη τους ταπετσέρηδες
     κλητική ταπετσέρη ταπετσέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταπετσέρης < βενετική tapezier / ιταλική tappezziere < tappezzare < υστερολατινική *tapitiare < *tapitium < ελληνιστική κοινή τᾰπήτιον < αρχαία ελληνική τάπης (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

ταπετσέρης αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.