ταμπακοθήκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταμπακοθήκη οι ταμπακοθήκες
      γενική της ταμπακοθήκης των ταμπακοθηκών
    αιτιατική την ταμπακοθήκη τις ταμπακοθήκες
     κλητική ταμπακοθήκη ταμπακοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταμπακοθήκη < ταμπάκ(ο) + -ο- + -θήκη

Προφορά

ΔΦΑ : /ta.ba.koˈθi.ci/

Ουσιαστικό

ταμπακοθήκη θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.