ταμιευτήριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ταμιευτήριον | τὰ | ταμιευτήριᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | ταμιευτηρίου | τῶν | ταμιευτηρίων | ||||
| δοτική | τῷ | ταμιευτηρίῳ | τοῖς | ταμιευτηρίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | ταμιευτήριον | τὰ | ταμιευτήριᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | ταμιευτήριον | ταμιευτήριᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ταμιευτηρίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ταμιευτηρίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ταμιευτήριον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ταμιεύ(ω) + -τήριον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: ταμιευτήριο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ταμίας
Πηγές
- ταμιευτήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.