τακτικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τακτικότητα οι τακτικότητες
      γενική της τακτικότητας των τακτικοτήτων
    αιτιατική την τακτικότητα τις τακτικότητες
     κλητική τακτικότητα τακτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τακτικότητα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τακτικότητα θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.