ταβερνιάρισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταβερνιάρισσα οι ταβερνιάρισσες
      γενική της ταβερνιάρισσας
    αιτιατική την ταβερνιάρισσα τις ταβερνιάρισσες
     κλητική ταβερνιάρισσα ταβερνιάρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταβερνιάρισσα < ταβερνιάρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

ταβερνιάρισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ταβερνιάρης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.