ταβάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταβάς οι ταβάδες
      γενική του ταβά των ταβάδων
    αιτιατική τον ταβά τους ταβάδες
     κλητική ταβά ταβάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταβάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική tava < περσική تاوه (tāve)

Ουσιαστικό

ταβάς αρσενικό

  1. βαθύ ταψί με καπάκι και χερούλια
    αντικολλητικός ταβάς
  2. διάτρητη μεταλλική πλάκα ψησίματος πάνω σε χόβολη, καστανονταβάς

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.