τίμησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | τίμησῐς | αἱ | τιμήσεις |
| γενική | τῆς | τιμήσεως | τῶν | τιμήσεων |
| δοτική | τῇ | τιμήσει | ταῖς | τιμήσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | τίμησῐν | τὰς | τιμήσεις |
| κλητική ὦ! | τίμησῐ | τιμήσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τιμήσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τιμησέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τίμησις, -εως θηλυκό
- εκτίμηση περιουσίας, καθορισμός τιμής, τίμηση
- απονομή τιμής, σεβασμού, τίμηση
Παράγωγα
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- τίμησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.