τίμησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τίμησῐς αἱ τιμήσεις
      γενική τῆς τιμήσεως τῶν τιμήσεων
      δοτική τῇ τιμήσει ταῖς τιμήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν τίμησῐν τὰς τιμήσεις
     κλητική ! τίμησῐ τιμήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τιμήσει
γεν-δοτ τοῖν  τιμησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τίμησις < τῑμάω / τιμῶ, τιμη- + -σις (-ησις) < τιμή

Ουσιαστικό

τίμησις, -εως θηλυκό

  1. εκτίμηση περιουσίας, καθορισμός τιμής, τίμηση
  2. απονομή τιμής, σεβασμού, τίμηση

Παράγωγα

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.