σύνειμι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία 1

σύνειμι < σύν + εἰμί "είμαι"

Ρήμα

σύνειμι + δοτική

  1. παρίσταμαι, είμαι συνδεδεμένος
  2. συγκατοικώ


Ετυμολογία 2

σύνειμι < σύν + εἶμι "πηγαίνω" ή "έρχομαι"

Ρήμα

σύνειμι

  1. πηγαίνω ή έρχομαι μαζί
  2. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι
  3. έρχομαι σε πόλεμο
  4. σε καιρό ειρήνης, συνδιασκέπτομαι

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.