σχισματιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σχισματιά οι σχισματιές
      γενική της σχισματιάς των σχισματιών
    αιτιατική τη σχισματιά τις σχισματιές
     κλητική σχισματιά σχισματιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σχισματιά < σχίσμα + -ιά

Ουσιαστικό

σχισματιά θηλυκό

  1. σκισιματιά
  2. σχισμή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.