σχεδιαστήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σχεδιαστήριο τα σχεδιαστήρια
      γενική του σχεδιαστηρίου
& σχεδιαστήριου
των σχεδιαστηρίων
    αιτιατική το σχεδιαστήριο τα σχεδιαστήρια
     κλητική σχεδιαστήριο σχεδιαστήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σχεδιαστήριο < σχεδιάζω + -τήριο

Ουσιαστικό

σχεδιαστήριο ουδέτερο

  1. ο χώρος σχεδιασμού αρχιτεκτονικού βιομηχανικού η γραφιστικού σχεδίου
  2. το έπιπλο σχεδιασμού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.