σφαιρίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σφαιρίνη | οι | σφαιρίνες |
| γενική | της | σφαιρίνης | των | σφαιρινών |
| αιτιατική | τη | σφαιρίνη | τις | σφαιρίνες |
| κλητική | σφαιρίνη | σφαιρίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σφαιρίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σφαιρίνη θηλυκό
- σφαιρική πρωτεΐνη που παράγεται από το ήπαρ ή από το ανοσοποιητικό σύστημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.