συρταριέρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συρταριέρα οι συρταριέρες
      γενική της συρταριέρας
    αιτιατική τη συρταριέρα τις συρταριέρες
     κλητική συρταριέρα συρταριέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συρταριέρα < συρτάρι + -ιέρα

Ουσιαστικό

συρταριέρα θηλυκό

  • ξεχωριστό έπιπλο ή πρόσθετο τμήμα επίπλου που αποτελείται μόνο από συρτάρια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.