συριστής

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συριστής οἱ συρισταί
      γενική τοῦ συριστοῦ τῶν συριστῶν
      δοτική τῷ συριστ τοῖς συρισταῖς
    αιτιατική τὸν συριστήν τοὺς συριστᾱ́ς
     κλητική ! συριστᾰ́ συρισταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συριστᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  συρισταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σῡριστής < θέμα συρισ του συρίζω + -τής λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σῡριστής αρσενικό

  • σῡρικτήρ, -ῆρος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.