συνταξιδιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνταξιδιώτισσα | οι | συνταξιδιώτισσες |
| γενική | της | συνταξιδιώτισσας | των | συνταξιδιωτισσών |
| αιτιατική | τη | συνταξιδιώτισσα | τις | συνταξιδιώτισσες |
| κλητική | συνταξιδιώτισσα | συνταξιδιώτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνταξιδιώτισσα < συνταξιδιώτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Μεταφράσεις
συνταξιδιώτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.