συντέλεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συντέλεση οι συντελέσεις
      γενική της συντέλεσης* των συντελέσεων
    αιτιατική τη συντέλεση τις συντελέσεις
     κλητική συντέλεση συντελέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συντελέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συντέλεση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

συντέλεση θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.