συννέφεια
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | συννέφειᾰ | αἱ | συννέφειαι |
| γενική | τῆς | συννεφείᾱς | τῶν | συννεφειῶν |
| δοτική | τῇ | συννεφείᾳ | ταῖς | συννεφείαις |
| αιτιατική | τὴν | συννέφειᾰν | τὰς | συννεφείᾱς |
| κλητική ὦ! | συννέφειᾰ | συννέφειαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συννεφείᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | συννεφείαιν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
συννέφεια < συννεφ(ής) + -εια
- (ελληνιστική κοινή): συννεφία
Πηγές
- συννέφεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.