συνηγορία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνηγορία οι συνηγορίες
      γενική της συνηγορίας των συνηγοριών
    αιτιατική τη συνηγορία τις συνηγορίες
     κλητική συνηγορία συνηγορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνηγορία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

συνηγορία θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.