συνεστίαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνεστίαση | οι | συνεστιάσεις |
| γενική | της | συνεστίασης* | των | συνεστιάσεων |
| αιτιατική | τη | συνεστίαση | τις | συνεστιάσεις |
| κλητική | συνεστίαση | συνεστιάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συνεστιάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνεστίαση < ελληνιστική κοινή συνεστίασις
Ουσιαστικό
συνεστίαση θηλυκό
- συγκέντρωση ατόμων με κοινά ενδιαφέροντα, χαρακτηριστικά ή ασχολίες (συνάδελφοι, μέλη συλλόγων κ.λπ.), με παράθεση κοινού γεύματος
Συγγενικά
- συνεστιάζομαι
- → δείτε τη λέξη εστία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.