συνδεσιμότητα

Το περιεχόμενο αυτής της σελίδας χρειάζεται αναθεώρηση. Μπορείτε να βρείτε ή να αφήσετε σχόλια στη σελίδα συζήτησης «συνδεσιμότητα».

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνδεσιμότητα οι συνδεσιμότητες
      γενική της συνδεσιμότητας των συνδεσιμοτήτων
    αιτιατική τη συνδεσιμότητα τις συνδεσιμότητες
     κλητική συνδεσιμότητα συνδεσιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

συνδεσιμότητα θηλυκό

  1. η κατάσταση της σύνδεσης
  2. (τηλεπικοινωνίες) η δυνατότητα σύνδεσης μεταξύ δύο ή περισσότερων σημείων σε ένα δίκτυο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.