απάδει

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απάδει < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική το γ' πρόσωπο του ἀπᾴδω (τραγουδάω παράφωνα, δεν ταιριάζω) όπως η ελληνιστική σημασία της μετοχής ενεργητικού ενεστώτα ἀπᾷδον (είναι αταίριαστο)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈpa.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απάδει

Ρήμα

απάδει (τριτοπρόσωπο, μόνο στον ενεστώτα: απάδουν)

Αντώνυμα

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.