συμφιλιωτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συμφιλιωτής | οι | συμφιλιωτές |
| γενική | του | συμφιλιωτή | των | συμφιλιωτών |
| αιτιατική | τον | συμφιλιωτή | τους | συμφιλιωτές |
| κλητική | συμφιλιωτή | συμφιλιωτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμφιλιωτής < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
συμφιλιωτής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.