συμπράγκαλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | συμπράγκαλα | ||
| γενική | των | συμπράγκαλων | ||
| αιτιατική | τα | συμπράγκαλα | ||
| κλητική | συμπράγκαλα | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /simˈbɾaŋ.ɡa.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπρά‐γκα‐λα
Ουσιαστικό
συμπράγκαλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
Αναφορές
- συμπράγκαλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.