συμπράγκαλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα συμπράγκαλα
      γενική των συμπράγκαλων
    αιτιατική τα συμπράγκαλα
     κλητική συμπράγκαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμπράγκαλα < συμ- + (άμεσο δάνειο) βενετική branc(a) (χεριά) + (-αλο), πληθυντικός -αλα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /simˈbɾaŋ.ɡa.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμπράγκαλα

Ουσιαστικό

συμπράγκαλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.