συμποσιαστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συμποσιαστής οι συμποσιαστές
      γενική του συμποσιαστή των συμποσιαστών
    αιτιατική τον συμποσιαστή τους συμποσιαστές
     κλητική συμποσιαστή συμποσιαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμποσιαστής < ελληνιστική κοινή συμποσιαστής < αρχαία ελληνική συμπόσιον

Ουσιαστικό

συμποσιαστής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.