συμπληρωτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συμπληρωτής | οι | συμπληρωτές |
| γενική | του | συμπληρωτή | των | συμπληρωτών |
| αιτιατική | τον | συμπληρωτή | τους | συμπληρωτές |
| κλητική | συμπληρωτή | συμπληρωτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμπληρωτής < συμπληρώνω + -τής
Μεταφράσεις
συμπληρωτής
|
|
Πηγές
- συμπληρωτής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.