συμπεθεριάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συμπεθεριάζω < μεσαιωνική ελληνική συμπεθεριάζω / συμπενθεριάζω < σύν + αρχαία ελληνική πενθερός

Προφορά

ΔΦΑ : /sim.be.θeˈɾʝa.zo/

Ρήμα

συμπεθεριάζω

Εκφράσεις

  • αν δεν ταιριάζαμε, δε θα συμπεθεριάζαμε: οι συναναστροφές και οι συνεργαςίες του καθενός συμφωνούν με τις προτιμήσεις και τις επιλογές του

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.