συμπαρατάσσω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συμπαρατάσσω < αρχαία ελληνική συμπαρατάσσομαι / συμπαρατάττομαι < σύν + παρατάσσω < παρά + τάσσω / τάττω
Ρήμα
συμπαρατάσσω (παθητική φωνή: συμπαρατάσσομαι)
- (κυριολεκτικά) παρατάσσω πολεμιστές σε παράταξη μάχης
- (μεταφορικά) δημιουργώ συμμαχίες
Συγγενικά
- συμπαράταξη
- συμπαρατασσόμενος
- → δείτε τις λέξεις παρατάσσω και τάσσω
Μεταφράσεις
συμπαρατάσσω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.