συμπαρατάσσω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συμπαρατάσσω < αρχαία ελληνική συμπαρατάσσομαι / συμπαρατάττομαι < σύν + παρατάσσω < παρά + τάσσω / τάττω

Ρήμα

συμπαρατάσσω (παθητική φωνή: συμπαρατάσσομαι)

  1. (κυριολεκτικά) παρατάσσω πολεμιστές σε παράταξη μάχης
  2. (μεταφορικά) δημιουργώ συμμαχίες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.