συμπαντογένεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμπαντογένεση οι συμπαντογενέσεις
      γενική της συμπαντογένεσης* των συμπαντογενέσεων
    αιτιατική τη συμπαντογένεση τις συμπαντογενέσεις
     κλητική συμπαντογένεση συμπαντογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμπαντογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία el

συμπαντογένεση < συμπαντο- + γένεση

Ουσιαστικό

συμπαντογένεση θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.