συμμόρφωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | συμμόρφωσῐς | αἱ | συμμορφώσεις | ||||
| γενική | τῆς | συμμορφώσεως | τῶν | συμμορφώσεων | ||||
| δοτική | τῇ | συμμορφώσει | ταῖς | συμμορφώσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | συμμόρφωσῐν | τὰς | συμμορφώσεις | ||||
| κλητική ὦ! | συμμόρφωσῐ | συμμορφώσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συμμορφώσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | συμμορφωσέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
συμμόρφωσις < συμμορφῶ (κλίση -όω) + -σις
Ουσιαστικό
συμμόρφωσις, -εως θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) ομοιότητα στη μορφή, συμμόρφωση, προσαρμογή σε υπόδειγμα
- ※ 4ος αιώνας ⌘ Βασίλειος αρχιεπίσκοπος Καισαρείας, Ασκητικά, 31.937 Τα ευρισκόμενα άπαντα, τόμος 2, σελ.349, D . Παρίσι: J.B. Coignard, 1722 / έκδοση Gaume Fratres, 1839
- ὡς ἐμπόδια τῆς τοῦ Χριστοῦ γνώσεως, καὶ τῆς ἐν αὐτῷ δικαιοσύνης, καὶ τῆς πρὸς θάνατον αὐτοῦ συμμορφώσεως
- ※ 4ος αιώνας ⌘ Βασίλειος αρχιεπίσκοπος Καισαρείας, Ασκητικά, 31.937 Τα ευρισκόμενα άπαντα, τόμος 2, σελ.349, D . Παρίσι: J.B. Coignard, 1722 / έκδοση Gaume Fratres, 1839
Πηγές
- s.v. συμμορφώνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.