συμβολόγλωσσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμβολόγλωσσα οι συμβολόγλωσσες
      γενική της συμβολόγλωσσας των συμβολογλωσσών
    αιτιατική τη συμβολόγλωσσα τις συμβολόγλωσσες
     κλητική συμβολόγλωσσα συμβολόγλωσσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

συμβολόγλωσσα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Γλωσσάριο. Προσπέλαση 23/10/2019
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.