συμβατότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμβατότητα οι συμβατότητες
      γενική της συμβατότητας των συμβατοτήτων
    αιτιατική τη συμβατότητα τις συμβατότητες
     κλητική συμβατότητα συμβατότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμβατότητα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

συμβατότητα θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.