ασυμβατότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασυμβατότητα οι ασυμβατότητες
      γενική της ασυμβατότητας των ασυμβατοτήτων
    αιτιατική την ασυμβατότητα τις ασυμβατότητες
     κλητική ασυμβατότητα ασυμβατότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασυμβατότητα < ασύμβατος

Ουσιαστικό

ασυμβατότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα τού ασύμβατου
  2. (βιολ.) αντίδραση αντιγόνου και αντισώματος

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.