συκοφάγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συκοφάγος οι συκοφάγοι
      γενική του συκοφάγου των συκοφάγων
    αιτιατική τον συκοφάγο τους συκοφάγους
     κλητική συκοφάγε συκοφάγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συκοφάγος < σύκ(ο) + -ο- + -φάγος

Ουσιαστικό

συκοφάγος αρσενικό

  • (πτηνό) πτηνό της οικογενείας των Οριολιδών (Χλωριονιδών), που απαντάται στον ελλαδικό χώρο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.