συγκράτησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συγκράτησῐς αἱ συγκρατήσεις
      γενική τῆς συγκρατήσεως τῶν συγκρατήσεων
      δοτική τῇ συγκρατήσει ταῖς συγκρατήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συγκράτησῐν τὰς συγκρατήσεις
     κλητική ! συγκράτησῐ συγκρατήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συγκρατήσει
γεν-δοτ τοῖν  συγκρατησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συγκράτησις (ελληνιστική κοινή) < συγκρατέω / συγκρατῶ, συγκράτη- + -σις (-ησις). Μορφολογικά αναλύεται σε συγ- + κράτησις

Ουσιαστικό

συγκράτησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.