συγκολλητήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συγκολλητήρας | οι | συγκολλητήρες |
| γενική | του | συγκολλητήρα | των | συγκολλητήρων |
| αιτιατική | τον | συγκολλητήρα | τους | συγκολλητήρες |
| κλητική | συγκολλητήρα | συγκολλητήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
συγκολλητήρας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.