συγκολλήτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συγκολλήτρια | οι | συγκολλήτριες |
| γενική | της | συγκολλήτριας | των | συγκολλητριών |
| αιτιατική | τη | συγκολλήτρια | τις | συγκολλήτριες |
| κλητική | συγκολλήτρια | συγκολλήτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συγκολλήτρια < συγκολλητής + -τρια
Μεταφράσεις
συγκολλήτρια
|
|
- συγκολλήτρια - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.