συγκεντρωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συγκεντρωτής οι συγκεντρωτές
      γενική του συγκεντρωτή των συγκεντρωτών
    αιτιατική τον συγκεντρωτή τους συγκεντρωτές
     κλητική συγκεντρωτή συγκεντρωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συγκεντρωτής < συγκεντρώνω

Ουσιαστικό

συγκεντρωτής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.