συγκατοίκισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συγκατοίκισσα | οι | συγκατοίκισσες |
| γενική | της | συγκατοίκισσας | των | συγκατοικισσών |
| αιτιατική | τη | συγκατοίκισσα | τις | συγκατοίκισσες |
| κλητική | συγκατοίκισσα | συγκατοίκισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συγκατοίκισσα < συγκάτοικος + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Μεταφράσεις
συγκατοίκισσα
|
- συγκάτοικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.