στυππεῖον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ στυππεῖον τὰ στυππεῖ
      γενική τοῦ στυππείου τῶν στυππείων
      δοτική τῷ στυππεί τοῖς στυππείοις
    αιτιατική τὸ στυππεῖον τὰ στυππεῖ
     κλητική ! στυππεῖον στυππεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στυππείω
γεν-δοτ τοῖν  στυππείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στυππεῖον < στύπη  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

στυππεῖον (& στυπεῖον & στυππίον)

  1. στουπί
  2. χοντρό σχοινί από ακατέργαστο λινάρι
    πρὸς δὲ τούτοις οὐδ' ἐν τῷ Πειραιεῖ ὄντα ἄφθονα ὀθόνια καὶ στυππεῖον καὶ σχοινία, οἷς κατασκευάζεται τριήρης (Δημοσθένης, Κατά Ευέργου και Μνησιβούλου (47), 20, 5)
  3. καννάβι

Συγγενικά

  • στυππειοπώλης

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.