στυππεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | στυππεῖον | τὰ | στυππεῖᾰ |
| γενική | τοῦ | στυππείου | τῶν | στυππείων |
| δοτική | τῷ | στυππείῳ | τοῖς | στυππείοις |
| αιτιατική | τὸ | στυππεῖον | τὰ | στυππεῖᾰ |
| κλητική ὦ! | στυππεῖον | στυππεῖᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στυππείω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | στυππείοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στυππεῖον < στύπη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
στυππεῖον (& στυπεῖον & στυππίον)
- στουπί
- χοντρό σχοινί από ακατέργαστο λινάρι
- πρὸς δὲ τούτοις οὐδ' ἐν τῷ Πειραιεῖ ὄντα ἄφθονα ὀθόνια καὶ στυππεῖον καὶ σχοινία, οἷς κατασκευάζεται τριήρης (Δημοσθένης, Κατά Ευέργου και Μνησιβούλου (47), 20, 5)
- καννάβι
Συγγενικά
- στυππειοπώλης
Πηγές
- στυππεῖον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στυππεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.