στυλοβάτισσα

Νέα ελληνικά (el)


 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στυλοβάτισσα οι στυλοβάτισσες
      γενική της στυλοβάτισσας των στυλοβατισσών
    αιτιατική τη στυλοβάτισσα τις στυλοβάτισσες
     κλητική στυλοβάτισσα στυλοβάτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στυλοβάτισσα < στυλοβάτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα


Ουσιαστικό

στυλοβάτισσα θηλυκό

 δείτε τη λέξη στυλοβάτης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.