crumple

Αγγλικά (en)

ενεστώτας crumple
γ΄ ενικό ενεστώτα crumples
αόριστος crumpled
παθητική μετοχή crumpled
ενεργητική μετοχή crumpling

Ρήμα

crumple (en)

  • (μεταβατικό & αμετάβατο, προαιρετικά με up) τσαλακώνω, στραπατσάρω, πιέζω κάτι σε πτυχές· κάτι πιέζεται σε πτυχές
    crumpled paper - τσαλακωμένο χαρτί
    He crumpled the letter in his hand.
    Τσαλάκωσε το γράμμα στο χέρι του.
    The clothes were crumpled up in the suitcase.
    Τα ρούχα τσαλακώθηκαν στη βαλίτσα.
    The bus was badly crumpled up.
    Το λεωφορείο στραπατσαρίστηκε πολύ.
     συνώνυμα: crush

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.