στραπατσάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στραπατσάδα | οι | στραπατσάδες |
| γενική | της | στραπατσάδας | των | στραπατσάδων |
| αιτιατική | τη | στραπατσάδα | τις | στραπατσάδες |
| κλητική | στραπατσάδα | στραπατσάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στραπατσάδα < (άμεσο δάνειο) βενετική strapazzada
Ουσιαστικό
στραπατσάδα θηλυκό
- (γαστρονομία) ομελέτα με χτυπημένα αβγά μαγειρεμένα σε σάλτσα ντομάτας
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
στραπατσάδα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.