στραβολαιμιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στραβολαιμιά | οι | στραβολαιμιές |
| γενική | της | στραβολαιμιάς | των | στραβολαιμιών |
| αιτιατική | τη | στραβολαιμιά | τις | στραβολαιμιές |
| κλητική | στραβολαιμιά | στραβολαιμιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στραβολαιμιά < στραβολαίμης + -ιά
Μεταφράσεις
στραβολαιμιά
|
Πηγές
- στραβολαιμιά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.